Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρατσισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ρατσισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

29.9.15

Πότε πάψαμε να είμαστε άνθρωποι;

Το συγκεκριμένο άρθρο δεν απευθύνεται στους ανθρώπους που χρόνια τώρα βοηθούν με όποιο τρόπο μπορούν τους πρόσφυγες και γενικότερα τους μετανάστες. Απευθύνεται σε όλους τους υπόλοιπους, που τους σκοτώνουν, τους βασανίζουν, τους εκμεταλλεύονται. Που δηλώνουν ότι θα έπρεπε να τους βυθίζαμε πριν φτάσουν στις ακτές μας. Που χρησιμοποιούν τον όρο λαθρομετανάστες. Που ξινίζουν τα μούτρα τους όταν βλέπουν μια οικογένεια προσφύγων στο σταθμό του Ηλεκτρικού. Απευθύνεται και σε αυτούς που ανέχονται με τη σιωπή τους τις παραπάνω συμπεριφορές.


Πρόσφατα ξαναδιάβασα την Οδύσσεια. Για την ακρίβεια, την διάβασα για πρώτη φορά ολόκληρη, αφού στο σχολείο είχαμε διδαχτεί μόνο ένα μέρος της. Ανάμεσα στα πολλά πράγματα που δεν είχα συγκρατήσει, υπήρξε κι ένα που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση.

Σε πολλά σημεία του έπους, ο Οδυσσέας ή ο Τηλέμαχος φτάνουν σε κάποιο παλάτι ως άγνωστοι ξένοι. Κι αν στον Τηλέμαχο είναι εμφανής η αρχοντική καταγωγή, ο Οδυσσέας είναι ρακένδυτος (ή εντελώς γυμνός) και καταταλαιπωρημένος. Οι οικοδεσπότες τους, τους ταΐζουν, τους πλένουν, τους ντύνουν και τους αφήνουν να ξεκουραστούν, πριν καν ρωτήσουν το όνομά τους. Μόνο αφού ξεκουραστεί ο ξένος είναι ευγενικό να τον ρωτήσουν ποιος είναι κι από πού έρχεται. Είτε στην Ιθάκη είτε στην Πύλο είτε στην Σπάρτη είτε στους Φαίακες, οι κανόνες υποδοχής είναι ακριβώς οι ίδιοι. Ακόμα κι η Καλυψώ έτσι υποδέχεται τον Ερμή στο νησί της πριν τον ρωτήσει τι δουλειά έχει εκεί.

Θα μου πεις, αυτά τα κάνουν οι θεοί και οι βασιλιάδες, που έχουν τα πλούτη και την δύναμη. Όμως κι ο Εύμαιος ο χοιροβοσκός σφάζει για τον άγνωστο ζητιάνο/Οδυσσέα δύο από τα γουρούνια του. 
Ο διάλογός τους περιέχει όλη την ουσία:

κι ο Οδυσσέας
χαιρόταν που έτσι, τον προσδέχτηκε κι αυτά τα λόγια του ΄πε:
«Ο Δίας μακάρι κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να σου χαρίσουν
ό,τι ποθεί η καρδιά σου, ξένε μου, που έτσι καλά με δέχτης!»
Εύμαιε, και συ του απηλογήθηκες, χοιροβοσκέ, και του ΄πες:
«Ξένε, σωστό δεν το ΄χω ο ξένος μου να νιώσει αψηφισμένος,
κι ας είναι πιο από σένα δύστυχος· φτωχοί και ξένοι έρχονται
όλοι απ΄ το Δία, κι είναι καλόδεχτο το χάρισμά μας πάντα,
όσο μικρό.
(Ξ 51-59, μτφρ Καζαντζάκη-Κακριδή)

Από τον πρώτο λοιπόν ως τον τελευταίο, όλοι κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν για να φιλοξενήσουν τους ξένους, γιατί ο ξένος είναι ιερός.

Οι μόνοι που δεν τηρούν τους κανόνες φιλοξενίας είναι τα τέρατα (π.χ. Πολύφημος, Κίρκη) και οι μνηστήρες. Και αν προσέξεις, όλοι στο τέλος τιμωρούνται.

Γινόταν και στην πραγματικότητα έτσι; Ίσως όχι. Όμως αυτή ήταν η κουλτούρα με την οποία μεγάλωναν οι Έλληνες κάποτε. Αυτές τις ιστορίες μάθαιναν για τη συμπεριφορά απέναντι στους ξένους. Αυτά ήταν τα πρότυπα στα οποία προσπαθούσαν να μοιάσουν.

Σήμερα όμως δεν θέλουμε καν να ξέρουμε ποιοι είναι οι ξένοι κι από πού ήρθαν. (Για να τους δώσουμε έστω λίγο νερό ούτε λόγος...) Θα τους βρίσουμε, θα τους ταλαιπωρήσουμε κι άλλο, θα τους φερθούμε απάνθρωπα. Το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι να μας αδειάσουν την γωνιά, γιατί θα μας πάρουν τις δουλειές, θα μας κολλήσουν αρρώστιες, θα αλλοιώσουν την δομή της κοινωνίας μας (σιγά την δομή) κλπ κλπ. Στην πραγματικότητα, μας ενοχλεί ότι είναι πιο μαυριδεροί και πιο φτωχοί από μας, και μας χαλάνε την εικόνα.

Ακόμα χειρότερα, θα εμποδίσουμε κι αυτούς που προσπαθούν να κάνουν κάτι. Θα καλέσουμε την αστυνομία γιατί κάποιος άνοιξε την πόρτα της πολυκατοικίας ώστε να προστατευτούν οι πρόσφυγες από την καταρρακτώδη βροχή. Θα ζητήσουμε την σύλληψη του οδηγού που πήγε με το λεωφορείο εκτός υπηρεσίας να μεταφέρει πρόσφυγες σε ασφαλές μέρος.

Η πλήρης αντίθεση του τότε με το τώρα συμπυκνώνεται στην (βαθύτατα ειρωνική) απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης να ονομάσει την επιχείρηση σύλληψης και εγκλεισμού των μεταναστών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης "Ξένιος Δίας". Τραγική ειρωνεία. Και ύβρις.

Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Γιατί έχω μια απορία, αλλά όχι αυτήν που γράφω στον τίτλο. Η πραγματική ερώτηση που θέλω να σου κάνω είναι άλλη:

Πότε πάψαμε να είμαστε Έλληνες;


Γ.