Πού να ‘ξερα χθες που έγραφα το προηγούμενο κείμενο τι τροπή θα έπαιρναν λίγες ώρες μετά τα πράγματα... Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή.
Με το που έκλεισα τον υπολογιστή, βγήκα από το σπίτι και κατέβηκα στο κέντρο για να βρω τον Δημήτρη και τη Χριστίνα και να δούμε τον αγώνα κάπου έξω. Αφού συναντηθήκαμε και με τον Γιάννη και τη Ζωή, ψάξαμε να βρούμε πού θα κάτσουμε. Καταρχάς, όλα τα μαγαζιά ήταν ασφυκτικά γεμάτα και οι θαμώνες τους ήδη πιωμένοι, οπότε αποφασίσαμε να κατευθυνθούμε προς κάποια πλατεία. Η επιλογή μας αποδείχθηκε λάθος γιατί σε καμμία πλατεία δεν υπήρχε οθόνη λόγω του φόβου επεισοδίων. Θα μου πείτε τώρα, πόσο ρεαλιστικός ήταν αυτός ο φόβος; Η απάντηση φαίνεται στην παρακάτω φωτογραφία.
Πριν καν αρχίσει ο αγώνας, είχαν πλακώσει ήδη οι έφιπποι αστυνομικοί (στη φωτογραφία φαίνονται οι πλάτες των τριών, αν και μέτρησα τουλάχιστον 5) για να «ηρεμήσουν» ορισμένους οπαδούς που τα είχαν πιει (σιγά το νέο) και είχαν αρχίσει να παρεκτρέπονται. Επομένως, αποφασίσαμε να πάμε σε ένα καφέ-μπαρ που συχνάζουν οι Έλληνες του Liverpool. Στο μαγαζί μπήκαμε μόνο και μόνο επειδή ο Γιάννης είναι ένας από τους τακτικούς θαμώνες. Οποιοσδήποτε άλλος προσπάθησε να μπει «έφαγε» πόρτα γιατί το μαγαζί ήταν τίγκα. (Και οι 2 πορτιέρηδες-μπράβοι δεν ήταν τύποι των πολλών συζητήσεων, αν με καταλαβαίνετε.)
Όλα ωραία όλα καλά μέχρι εδώ. Το ισόγειο ήταν όπως προείπα ασφυκτικά γεμάτο, οπότε ανεβήκαμε στο πατάρι. Κι εκεί γινόταν πανικός και μέχρι να καταλάβουμε τι γινόταν, ο Γιάννης και η Ζωή είχαν φτάσει στην άλλη άκρη. Τη στιγμή που ο Γιάννης μου έκανε νόημα να πάμε εκεί, βλέπω έναν μυώδη τύπο με το μαλλί μισό πόντο να με κοιτάει με εξαιρετικά άγριο βλέμμα και να μου κάνει κάτι χειρονομίες από το βάθος. «Ποιος ξέρει τι τρελός είναι αυτός, άσε μην φάμε και ξύλο» σκέφτηκα και δεν προχώρησα, αλλά ούτε τον ξανακοίταξα. Μετά από μερικά λεπτά αμηχανίας και διαφόρων μετακινήσεων κόσμου, ο τύπος (ο οποίος μάθαμε ότι είναι μπάρμαν στο μαγαζί) μας πλησίασε και με σταθερά αγριωπό βλέμμα μας εξήγησε (όχι απειλητικά) ότι το πατάρι σήμερα είναι πριβέ για τους εργαζόμενους του μαγαζιού και ότι πρέπει να κατεβούμε. Εγώ, ο Δημήτρης κι η Χριστίνα κατεβήκαμε (αν μας έπαιρνε ας κάναμε διαφορετικά), ενώ ο Γιάννης προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι είμαστε μαζί του, αλλά ο τύπος δεν καταλάβαινε τίποτα.
Οκ, παρεξήγηση, θα σκεφτεί κανείς. Υπάρχουν ορισμένες λεπτομέρειες όμως που δίνουν άλλη διάσταση στα πράγματα. Πρώτον, δεν υπήρχε καμμία πινακίδα (χαρτί έστω) που να λέει ότι το πατάρι είναι πριβέ, ούτε κανένας από τους άλλους υπαλλήλους του μαγαζιού μας είπε τίποτα. Δεύτερον, στο πατάρι υπήρχαν και άλλοι απλοί πελάτες, όπως ο Γιάννης. Δέχομαι ότι τη συγκεκριμένη μέρα ο μπάρμαν κι η παρέα του ήθελαν το πατάρι για την πάρτη τους και για τους «καλούς» πελάτες, όμως το βλέμμα του έλεγε πολύ περισσότερα. Υπήρχε ένα μίσος, ένα «δεν σε γουστάρω» όχι επειδή ήμουν άγνωστος, αλλά επειδή ήμουν ξένος. Και δεν το αντιλήφθηκα μόνο εγώ αυτό. Ειλικρινά, εκείνη τη στιγμή ένιωσα πάρα πολύ άσχημα και εννοείται πως δεν ήθελα να μείνω ούτε λεπτό εκεί μέσα. Μαζί μου κι ο Δημήτρης με τη Χριστίνα. Ωστόσο, ο Γιάννης κατέβηκε πίσω μας και προσπάθησε να μας πείσει να μείνουμε και θα κατέβαινε κι αυτός κάτω με τη Ζωή να δούμε τον αγώνα όλοι μαζί. Με τα χίλια ζόρια τον πείσαμε να κάτσει εκεί που κάθεται και να δει τον αγώνα με την άνεσή του. Εμείς θα πηγαίναμε στο σπίτι των παιδιών. (Ούτως ή άλλως δεν βλέπαμε καλά κι η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική και εμένα δεν με σήκωνε.) Από την άλλη, θέλαμε τόσο πολύ πλέον να χάσει η Liverpool για να πέσει ο μπάρμαν κι η παρέα του σε μαύρη κατάθλιψη, που δεν μας έπαιρνε να κάτσουμε άλλο. Ήμουν σίγουρος ότι αν έβαζε γκολ η Milan εγώ θα πανηγύριζα, και βέβαια μετά θα με σφάζανε επιτόπου. Έτσι, είδαμε τη σέντρα και φύγαμε (οι τρεις μας).
Στο δρόμο (που δεν κυκλοφορούσε ψυχή) πήραμε και κάτι να φάμε και την αράξαμε στο σπίτι του Δημήτρη και της Χριστίνας, όπου είδαμε τον υπόλοιπο αγώνα με την άνεσή μας. (Θα βάζαμε και ελληνικό σχολιασμό μέσω e-ραδιοφώνου, αλλά υπήρχε σημαντική διαφορά φάσης.) Αυτό που δεν ήξερε ο μπάρμαν είναι πως όταν ρίχνω κατάρες, συνήθως πιάνουν. Και χθες δεν ήταν μια από τις εξαιρέσεις. Μέχρι και το σκορ προέβλεψα. Πίστευα ότι η Liverpool θα βάλει ένα γκολ, οπότε η Milan χρειαζόταν 2. Τελικό σκορ: 2-1.
Στο πρώτο γκολ της Milan έπεσαν τα πρώτα γέλια. Απέξω δεν ακουγόταν τίποτα. Τσιμουδιά. Κιχ. Όλο το Liverpool το είχε βουλώσει. Πέρασε το διάλειμμα του ημιχρόνου χωρίς να ακουστεί ούτε μια ιαχή, ούτε ένα τραγουδάκι από τα τόσα που έλεγαν νωρίτερα όλο χαρά οι κοκκινοντυμένοι Λιβερπουλιανοί. Αν στο πρώτο γκολ είχαμε σιγή, με το δεύτερο στο 82’ είχαμε απόλυτη σιγή. Μόνο εγώ πρέπει να ακούστηκα που ξεκίνησα να πανηγυρίζω, μέχρι που συνειδητοποίησα τι κάνω και σταμάτησα, μην μας την πέσει και κανείς. Στο γκολ της Liverpool λίγα λεπτά μετά, ακούστηκαν πανηγυρισμοί, αλλά δεν κράτησαν πολύ γιατί το παιχνίδι πλησίαζε στο τέλος του και η αγωνία κορυφωνόταν (στα χαμηλότερα επίπεδα, για εμάς). Η αλήθεια είναι ότι μέχρι το δεύτερο γκολ το παιχνίδι ήταν βαρετό, έως νερόβραστο. Έπρεπε να φάει 2 γκολ η Liverpool για να ξυπνήσει, αλλά ήταν πλέον αργά.
Με το που σφύριξε ο διαιτητής τη λήξη, το τι κλάμα έπεσε δεν μπορείτε να φανταστείτε (όχι από μας). Όπως μου περιέγραψε ο Κώστας, ο οποίος ήταν σε μια από τις pub, όλοι ήταν με τα μούτρα μέχρι το πάτωμα και αρκετοί βγήκαν έξω και άρχισαν να κλαίνε με μαύρο δάκρυ. Βέβαια, αυτή δεν ήταν η μόνη τους αντίδραση. Για το επόμενο μισάωρο τα ασθενοφόρα και τα περιπολικά περνούσαν τρία-τρία. Ωστόσο, υπήρχε μια (μικρή) μερίδα οπαδών που σκέφτηκαν ότι δεν υπάρχει λόγος να στενοχωριούνται και αποχώρησαν από τα μαγαζιά τραγουδώντας και κουνώντας τις σημαίες τους. Επίσης, ο περισσότερος κόσμος έμεινε έξω μέχρι αργά το βράδυ, μάλλον για μερικές μπύρες τις παρηγοριάς. Άλλωστε, γιατί να πας στο σπίτι σου και να κλαις μόνος σου, όταν μπορείς να κλαις παρέα με άλλους; Αναρωτιέμαι όμως, αν αυτή ήταν η συμπεριφορά τους που έχασαν, τι θα έκαναν αν κέρδιζαν; (Σύμφωνα με τον Δημήτρη, που ήταν εδώ 2 χρόνια πριν, όταν η Liverpool κατέκτησε το Champions League, πανηγύριζαν μέχρι το επόμενο πρωί και βάλε. Χόρευαν ακόμα και στις οροφές λεωφορείων που ήταν εν κινήσει.)
Εμείς, από την άλλη, το διασκεδάσαμε αφάνταστα. Είχαμε κάτσει στο παράθυρο και παρακολουθούσαμε τα Αγγλάκια να γυρνάνε πικραμένα στα σπίτια τους. Ειλικρινά, λίγες ώρες πριν ούτε που φανταζόμουν πως θα χαιρόμουν τόσο αν έχανε η Liverpool. Θα ήθελα μόνο να ‘μαι από μια μεριά να δω τα μούτρα του μπάρμαν μετά την ήττα. Αξία: ανεκτίμητη.
Χθες πήρα δυο σημαντικές (για μένα) αποφάσεις.
Α) Δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου στο συγκεκριμένο μαγαζί. Φίλε μπάρμαν, και έχασε η ομάδα σου και έχασες έναν πελάτη και την παρέα του. Καλές δουλειές.
Β) Μόλις τελειώσω με το μεταπτυχιακό θα τα μαζέψω και θα εξαφανιστώ από αυτήν τη βάρβαρη και ρατσιστική πόλη. (Και θα είναι και Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης του χρόνου τρομάρα τους.)
Πλατεία Συντάγματος. Κάπως έτσι ήταν όλο το κέντρο του Liverpool όταν έφυγαν οι οπαδοί
Και ένα τελευταίο σχόλιο:
Ο Χρήστος Μιχαηλίδης στη σημερινή Ελευθεροτυπία (24/5), παρουσιάζοντας τα προφίλ των αρχηγών των δύο ομάδων, πολύ εύστοχα γράφει:
«Το Λίβερπουλ είναι ζορισμένη πόλη, τραχειά, αλλά στο τέλος της μέρας, πάντα με ένα χαμόγελο και λαλιά σαν τραγούδι. Το Μιλάνο, κοσμοπολίτικο, με κείνη τη θαυμάσια χημεία μεταξύ αυθόρμητου και οργανωμένου (νότιας και βόρειας Ευρώπης), με βλέμμα καλοπέρασης, χορτασμένο! Ο Τζέραρντ, περίπου 10 χρόνια μικρότερος του Μαλντίνι, νομίζω πως δεν θα μπορούσε ποτέ να παίξει στη Μίλαν και ο Μαλντίνι ποτέ στη Λίβερπουλ. Οχι λόγω ομάδων, αλλά λόγω πόλεων!»
Και αυτή είναι μια μεγάλη αλήθεια.
Γεράσιμος
Υ.Γ. Και του χρόνου σπίτια μας
"«δεν σε γουστάρω» όχι επειδή ήμουν άγνωστος, αλλά επειδή ήμουν ξένος"
ΑπάντησηΔιαγραφήΔικαια σου κακοφάνηκε με τη συμπεριφορά του τύπου, αλλά μη χαρακτηρίζεις βάρβαρη και ρατσιστική μία πόλη επειδή ένας μπάρμαν σε στραβοκοίταξε. Αναρωτιέμαι πώς θα έπρεπε να χαρακτηρίσουμε την Ελλάδα μας όταν έχει καταντήσει σχεδόν αυτονόητο να σχετίζουμε κάθε είδους υποτιμητική δουλειά με του Αλβανούς, για να μην επεκταθώ σε παραδείγματα από τουριστηκές περιοχές.
Απλά βρέθηκες στην άλλη πλευρά φίλε μου και να είσαι ευτυχής που είσαι στην Αγγλία σαν Έλληνας και όχι στην Ελλάδα σαν μετανάστης.
Μα ακριβώς για αυτό το σχολίασα! Το παράδειγμα με την Ελλάδα και τους Αλβανούς είναι αυτό που είχα κι εγώ στο μυαλό μου όταν τα έγραφα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜπορεί να φάνηκε ότι χαρακτηρίζω την πόλη βάρβαρη και ρατσιστική από τη συμπεριφορά ενός μπάρμαν, όμως δεν είναι έτσι. Απλά το περιστατικό ήταν η αφορμή για να το γράψω.
Τα παραδείγματα ρατσιστικής συμπεριφοράς είναι άπειρα στο Liverpool και το λένε ακόμα και οι ίδιοι οι Άγγλοι (όσοι δεν κατάγονται από εδώ).
Όσο για τη βαρβαρότητα, έλα να κυκλοφορήσεις Σάββατο βράδυ στο κέντρο κι αν δεν νιώσεις αηδία και ανασφάλεια, θα σε παραδεχτώ.
Όμως θα αναφερθώ σε αυτά εκτενέστερα όταν θα γράψω το κείμενο για την πόλη του Liverpool, στο οποίο θα προσπαθήσω να δώσω μια πλήρη εικόνα της ζωής εδώ.
Και για να μην ξεχνιόμαστε, δεν είναι όλη η Αγγλία έτσι. Στο νότο τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Και οι νότιοι (εύλογα) δεν έχουν σε ιδιαίτερη εκτίμηση τους βόρειους.